- διόδων
- δίοδοςway throughfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανταύγαστρο — το [ανταυγάζω] ανταυγαστικός καθρέφτης (προσαρμόζεται σε λαμπτήρες ή χρησιμοποιείται για τον φωτισμό δρόμων ή υπόγειων διόδων κατά τη νύχτα) … Dictionary of Greek
δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη … Dictionary of Greek
κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… … Dictionary of Greek
πλοηγώ — έω, Ν [πλοηγός] 1. είμαι πλοηγός, εκτελώ το έργο τού πλοηγού 2. οδηγώ πλοίο κοντά στις ακτές ή διά μέσου στενών θαλάσσιων διόδων ή εντός λιμένα, κν. πιλοτάρω 3. μτφ. οδηγώ κάποιον και τόν βοηθώ να βγει από μια δύσκολη κατάσταση … Dictionary of Greek
σπερματαγωγός — ό, Ν ανατ. ονομασία τών διόδων από τις οποίες διοχετεύεται προς τα έξω το σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + αγωγός] … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek
ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… … Dictionary of Greek